- ὁρκ-ωμότης
ὁρκ-ωμότης, ὁ, der einen Eid schwört, Phot. lex. verwirft es, wie ὁρκιστής, und läßt nur ὁρκωτής gelten.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁρκ-ωμότης, ὁ, der einen Eid schwört, Phot. lex. verwirft es, wie ὁρκιστής, und läßt nur ὁρκωτής gelten.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιθωμότης — λιθωμότης, ὁ (Α) αυτός που ορκίζεται σε λίθινο βωμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ωμότης (< ὄμνυμι), πρβλ. ορκ ωμότης, συν ωμότης. Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek