- περι-γλαγής
περι-γλαγής, ές, voll Milch, Il. 16, 642, πέλλαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-γλαγής, ές, voll Milch, Il. 16, 642, πέλλαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευγλαγής — εὐγλαγής, ὲς και εὔγλαγος, ον (Α) (για γυναίκα ή θηλυκό ζώο) αυτή που έχει άφθονο γάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γλαγής (< γλάγος «γάλα»), πρβλ. περι γλαγής] … Dictionary of Greek
περιγλαγής — ές, ΜΑ γεμάτος γάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γλαγής (< γλάγος* «γάλα»), πρβλ. ευ γλαγής] … Dictionary of Greek