- ἁρπάγιμος
ἁρπάγιμος, geraubt, κώρα Δάματρος Callim. Cer. 9; ψυχή Pallad. 87 (XI, 290).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁρπάγιμος, geraubt, κώρα Δάματρος Callim. Cer. 9; ψυχή Pallad. 87 (XI, 290).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁρπαγίμης — ἁρπάγιμος ravished fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαγίμοις — ἁρπάγιμος ravished masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαγίμους — ἁρπάγιμος ravished masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαγίμα — ἁρπαγίμᾱ , ἁρπάγιμος ravished fem nom/voc/acc dual ἁρπαγίμᾱ , ἁρπάγιμος ravished fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαγίμας — ἁρπαγίμᾱς , ἁρπάγιμος ravished fem acc pl ἁρπαγίμᾱς , ἁρπάγιμος ravished fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιμος — κατάλ. επιθέτων τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. μος που σχηματίστηκε με απόσπαση τού ι , από το α σύνθ. λέξεων (λ. χ. κυδι άνειρα > κύδ ιμος). Στη συνέχεια η κατάλ. επεκτάθηκε αναλογικά και σχημάτισε επίθετα σε ιμος, κατά κανόνα,… … Dictionary of Greek