ὁπᾱδός

ὁπᾱδός

ὁπᾱδός, ion. u. ep. ὀπηδός (ὀπάζω), geleitend, mitgehend, folgend, als subst. der Begleiter; ὀπηδός τινι, H. h. Merc. 450, u. τινός, ἀρετᾶν δεξιωτάταν ὀπαδόν, Pind. N. 3, 8; Aesch. Suppl. 1001; βέβακεν ὄψις οὐ μεϑύστερον πτεροῖν ὀπαδοῖς ὕπνου κελεύϑοις, Ag. 414; Begleiter, Diener, Soph. Trach. 1254; Eur. Hipp. 1151 u. öfter; auch αἱ ὀπαδοί Alc. 134; Soph. nennt auch die Artemis πυκνοστίκτων ὀπαδὸν ἐλάφων, die Verfolgerinn, O. C. 1094 (vgl. ὀπάζω); auch einzeln in Prosa, Plat. Phil. 63 e Phaedr. 252 c u. Sp., wie Luc. Dem. enc. 50; auch σταγὼν σπονδῖτις ὀπηδὸς ϑυέεσσι, Gaetul. 3 (VI, 190).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οπαδός — ο, η (Α ὀπαδός, ιων. τ. ὀπηδός) αυτός που συμπορεύεται, συνοδοιπόρος, ακόλουθος νεοελλ. αυτός που αποδέχεται και ακολουθεί τις πολιτικές ή κοινωνικές ή φιλοσοφικές ιδέες κάποιου, θιασώτης αρχ. 1. σωματοφύλακας («ἐμοὶ δ ὀπαδοὺς τούσδε καὶ… …   Dictionary of Greek

  • οπαδός — ο 1. ακόλουθος, συμπαραστάτης, σύντροφος. 2. ομοϊδεάτης, θιασώτης, υπέρμαχος, υποστηριχτής: Οι οπαδοί του κόμματος, της θεωρίας κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀπαδός — ὀπᾱδός , ὀπηδός attendant masc/fem nom sg (doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουσουλμάνος — Οπαδός της ισλαμικής θρησκείας. Η λέξη προέρχεται από την αραβική μούσλιμ, μετοχή του ρήματος άσλαμα, που σημαίνει «παραδίδομαι στον θεό»· κατά συνέπεια, μουσουλμάνος σημαίνει «αυτός που παραδίδεται στον θεό, αυτός που δέχεται το Ισλάμ» (την… …   Dictionary of Greek

  • πατρόφιλος — Οπαδός του αρειανισμού που ανέπτυξε τη δράση του τον 4o αι. και ο οποίος είχε γράψει επιστολή στον επίσκοπο Aλεξανδρείας Αλέξανδρο με την οποία υπερασπιζόταν τον ‘Aρειο. Ο Π. καταγόταν από τη Σκυθόπολη, όπου είχε πολλούς ομοϊδεάτες. Το γεγονός… …   Dictionary of Greek

  • πραγματιστής ο — οπαδός του πραγματισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • αλλόδοξος — η, ο (Α ἀλλόδοξος, ον) νεοελλ. 1. οπαδός άλλης θρησκείας, αλλόθρησκος 2. οπαδός άλλου θρησκευτικού δόγματος, ετερόδοξος αρχ. 1. αυτός που έχει διαφορετική ή σφαλερή αντίληψη για κάτι 2. οπαδός άλλης σχολής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + δοξος < δόξα …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”