- περι-κλεής
περι-κλεής, ές, rings berühmt, Ep. ad. 513 (VII, 119).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-κλεής, ές, rings berühmt, Ep. ad. 513 (VII, 119).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλέος — το (AM κλέος) καλή φήμη, δόξα, αίγλη («κλέος οὐρανόμηκες ἐν βροτοῖσιν ἕξεις», Αριστοφ.) αρχ. 1. φήμη, λόγος, είδηση («τὶ δὴ κλέος ἔστ ἀνὰ ἄστυ;», Ομ. Οδ.) 2. κακή φήμη, προσβολή, ντροπή («θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω», Πίνδ.) 3.… … Dictionary of Greek
περικλεής — ές, ΝΑ τρισένδοξος, πολύ φημισμένος, ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κλεής (< κλέος «δόξα»), πρβλ. επι κλεής] … Dictionary of Greek
υπερκλεής — ές, Α αυτός που υπερβαίνει κάθε δόξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κλεής (< κλέος), πρβλ. περι κλεής] … Dictionary of Greek