- ὁπλῖτις
ὁπλῖτις, ιδος, ἡ, fem. zu ὁπλίτης (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁπλῖτις, ιδος, ἡ, fem. zu ὁπλίτης (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οπλίτις — ὁπλῑτις, ἡ (Α) βλ. οπλίτης … Dictionary of Greek
ὁπλίτιδες — ὅπλιτις fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίτιδα — (ΑΜ ῑτις) κατάλ. θηλ. ουσ. τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. τις ( ι τις), που σχηματίστηκε κατά την κατάλ. αρσενικών ίτης*. Τα ουσ. σε ιτις στην Αρχαία Ελληνική δεν χρησιμοποιούνταν μόνο ως θηλ. αντίστοιχων αρσενικών σε ίτης (πρβλ.… … Dictionary of Greek
οπλίτης — Στην ελληνική αρχαιότητα, ο. ονομαζόταν ο στρατιώτης που έφερε βαρύ αμυντικό οπλισμό, σε αντίθεση από τον πελταστή που έφερε ελαφρύ αμυντικό οπλισμό, και τον ψιλό που δεν έφερε καθόλου οπλισμό. Τον οπλισμό του ο. αποτελούσαν οι κνημίδες, ο… … Dictionary of Greek