ὁπλῑτο-πάλης

ὁπλῑτο-πάλης

ὁπλῑτο-πάλης, , der schwerbewaffnete Ringer, Kämpfer, Aesch. tr. 427 bei Plut. Symp. 2, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λειοντοπάλης — λειοντοπάλης, ου, δωρ. τ. λειοντοπάλας, ὁ (Α) αυτός που παλεύει με λιοντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέων, οντος + πάλης (< πάλη), πρβλ. μονο πάλης, οπλιτο πάλης. Το ει τού τ. λέων οφείλεται σε μετρική έκταση (πρβλ. δοτ. πληθ. λείουσι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”