ὁπλή

ὁπλή

ὁπλή, (vgl. ὅπλον), zunächst der ungespaltene Huf des Pferdes und des Esels, Il. 11, 536. 20, 501; λακτίζοντες ὁπλαῖς, Plat. Rep. IX, 586 b; Pol. 3, 79, 12; dann auch die gespaltenen Klauen des Rindviehs, H. h. Merc. 77; Hes. O. 491; χάλκεαι, Pind. P. 4, 226; χοιρίων, Ar. Ach. 705; Sp., wie Luc. Asin. 13. 22. – Hesych. erkl. ὁπλαί auch πυξίδες.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὁπλή — hoof fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπλή — Κεράτινη θήκη που περιβάλλει το άκρο του δαχτύλου ή των δαχτύλων με τα οποία τα οπληφόρα ζώα στηρίζονται στο έδαφος. Τυπική ο. είναι εκείνη των Ιππιδών, στους οποίους καλύπτει την τελευταία φάλαγγα του τρίτου δαχτύλου: το χοντρό και ισχυρό… …   Dictionary of Greek

  • ὁπλῇ — ὁπλέω make ready pres subj mp 2nd sg ὁπλέω make ready pres ind mp 2nd sg ὁπλέω make ready pres subj act 3rd sg ὁπλή hoof fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπλή — η το άκρο του ποδιού των μονώνυχων ζώων, αλλ. νύχι, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁπλαῖς — ὁπλή hoof fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλαῖσι — ὁπλή hoof fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλαί — ὁπλή hoof fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλᾶς — ὁπλή hoof fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλήν — ὁπλή hoof fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πήγασος — I Φτερωτό άλογο της μυθολογίας. Ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Μέδουσας. Αναπήδησε από το αίμα της μητέρας του όταν την αποκεφάλισε ο Περσέας. Σύμφωνα με άλλο μύθο, ξεπήδησε από το χώμα της Ακρόπολης όταν ο Ποσειδώνας, μαλώνοντας με την Αθηνά… …   Dictionary of Greek

  • ευρυπέδιλος — εὐρυπέδιλος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει πλατιά πέδιλα («κοθόρνους τε τῶν τραγικῶν καὶ εὐρυπεδίλους») 2. συνεκδ. φρ. «εὐρυπέδιλος ὁπλή» πλατιά οπλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. καλλι πέδιλος, χρυσο πέδιλος) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”