- περι-κοκκύζω
περι-κοκκύζω, umher kukuken, Ar. Equ. 694; VLL. erkl. περιεγέλασα καὶ κατωρχησάμην.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-κοκκύζω, umher kukuken, Ar. Equ. 694; VLL. erkl. περιεγέλασα καὶ κατωρχησάμην.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περικοκκύζω — Α φωνάζω γύρω από κάποιον σαν κούκος, δηλ. περιπαίζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κοκκύζω «κράζω»] … Dictionary of Greek
περιεκόκκυσα — περϊεκόκκυσα , περί κοκκύζω cry cuckoo aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)