ἁπλοϊκός

ἁπλοϊκός

ἁπλοϊκός, einfach, schlicht, Sp., bes. Luc., z. B. Tim. 56; τὸν τρόπον Amor. 9; ἁπλοϊκώτατος καὶ ἀφελέστατος Alex. 4. – Adv. ἁπλοϊκῶς, einfach, aufrichtig.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἁπλοικός — simple masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απλοϊκός — ή, όν (Α ἁπλοϊκός, ή, όν) απλός στους τρόπους, φυσικός, ανεπιτήδευτος νεοελλ. αφελής, υπερβολικά αγαθός …   Dictionary of Greek

  • απλοϊκός — ή, ό επίρρ. ά αφελής, απονήρευτος, εύπιστος: Τον είδε απλοϊκό και θέλησε να τον εξαπατήσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁπλοικά — ἁπλοικός simple neut nom/voc/acc pl ἁπλοικά̱ , ἁπλοικός simple fem nom/voc/acc dual ἁπλοικά̱ , ἁπλοικός simple fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπλοικῶν — ἁπλοικός simple fem gen pl ἁπλοικός simple masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπλοικόν — ἁπλοικός simple masc acc sg ἁπλοικός simple neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγαθιάρης, -α, -ικο — απλοϊκός, κουτός: Ήταν αγαθιάρης κι όλοι τον κορόιδευαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁπλοικαί — ἁπλοικός simple fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπλοικοί — ἁπλοικός simple masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπλοικοῦ — ἁπλοικός simple masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπλοικούς — ἁπλοικός simple masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”