ὁπλο-φόρος

ὁπλο-φόρος

ὁπλο-φόρος, Waffen tragend, der Bewaffnete; Eur. I. A. 190 Phoen. 796; Xen. Cyr. 8, 5, 7 u. A; αὐχένες, Apol 1nds. 12 (VII, 233).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πυργοφόρος — ον, Α 1. (ως προσωνυμία τής Κυβέλης και τής Δήμητρος) αυτός που έχει στο κεφάλι πύργο 2. (για πολεμική μηχανή και ιδίως για ελέφαντα) αυτός που φέρει στα νώτα πύργο 3. μτφ. (για γυναίκα) αυτή που έχει εξεζητημένη κόμμωση, δηλαδή η κόμμωσή της… …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • ράβδος — η / ῥάβδος, ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και λεπτό τεμάχιο ξύλου ή ξύλινο στέλεχος το οποίο κρατείται από το χέρι είτε για στήριξη τού σώματος κατά το βάδισμα είτε ως πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης, βακτηρία, μπαστούνι, μαγκούρα («ταχὺ πηδῶ τῆς… …   Dictionary of Greek

  • κωδωνοφορώ — (Α κωδωνοφορῶ, έω) φέρω ή έχω κουδούνια αρχ. 1. επιθεωρώ τους φρουρούς κρατώντας ένα κουδούνι («κωδωνοφορῶν περίτρεχε, καὶ κάθευδ ὲκεῑ», Αριστοφ.) 2. παθ. κωδωνοφοροῡμαι (για βασιλιά) ακολουθούμαι από ανθρώπους που κρατούν κουδούνια. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ναρθηκοφόρος — ναρθηκοφόρος, ον (Α) 1. (γενικά) αυτός που έφερε ράβδο από νάρθηκα και ιδίως αυτός που κατά τα όργια τού Βάκχου κρατούσε νάρθηκα ή θύρσο, ο θυρσοφόρος 2. προσωνυμία τού θεού Διονύσου 3. αυτός που φέρει ράβδο, ραβδούχος 4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.)… …   Dictionary of Greek

  • ξιφοφορώ — (Α ξιφοφορῶ, έω) φέρω ξίφος, κρατώ ξίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + φορῶ (< φόρος < φέρω), πρβλ. οπλο φορώ] …   Dictionary of Greek

  • ξυροφορώ — ξυροφορῶ, έω (Α) έχω μαζί μου ξυράφι, κρατώ ξυράφι («σὺ μέντοι ξυροφορεῑς ἑκάστοτε», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν «ξυράφι» + φορῶ (< φόρος < φέρω), πρβλ. οπλο φορώ] …   Dictionary of Greek

  • οπλοφόρος — ο (Α ὁπλοφόρος, ον) αυτός που φέρει όπλο, ένοπλος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οπλοφόρος οπλισμένος άντρας αρχ. 1. δορυφόρος, σωματοφύλακας 2. κρατικός υπάλληλος με δικαστικό ή θρησκευτικό αξίωμα 3. προσωνυμία τής Αθηνάς και τού Άρεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • παρασημοφορία — η 1. απονομή παρασήμου σε κάποιον ως ηθική αμοιβή για εξαίρετες πράξεις 2. η λήψη, από ένα πρόσωπο, παρασήμου που τού απονεμήθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράσημο + φορία (< φόρος < φέρω), πρβλ. οπλο φορία. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στο Φυλλάδιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”