ἁπλοσύνη, ἡ, Einfachheit, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
απλοσύνη — ἁπλοσύνη, η η απλότητα … Dictionary of Greek
ἁπλοσύνης — ἁπλοσύνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)