- ἁπλότης
ἁπλότης, ητος, ἡ, Einfachheit, Plat. Rep. III, 404 e; Redlichkeit, Aesch. 3, 229; bei Sp. Dummheit.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁπλότης, ητος, ἡ, Einfachheit, Plat. Rep. III, 404 e; Redlichkeit, Aesch. 3, 229; bei Sp. Dummheit.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁπλότης — singleness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπλότησι — ἁπλότης singleness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπλότητα — ἁπλότης singleness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπλότητας — ἁπλότης singleness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπλότητες — ἁπλότης singleness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπλότητι — ἁπλότης singleness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπλότητος — ἁπλότης singleness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
несъложеньѥ — НЕСЪЛОЖЕНЬ|Ѥ (1*) ˫А с. Простота: нѣ(с) бо се вещь ему. несложенье(м) же и сложенье(м). не то едино еже быти сложеномъ. (ἀπλότης) ГБ XIV, 54а. Ср. съложениѥ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
απλότητα — (Φιλοσ.).Φιλοσοφικός όρος, που δηλώνει την προσπάθεια της ανθρώπινης γνώσης να φτάσει στις πρώτες αρχές, που υποτίθεται ότι είναι απλές. Την αρχή της α. χρησιμοποίησε ο Κέπλερ (η φύση αγαπά την α.) και την α. της μονάδας δίδαξε ο Λάιμπνιτς. Κατά… … Dictionary of Greek
κατεγκεντρίζω — (Μ) μτφ. (απαντά μόνο η μτχ. παθ. αορ.) εμφυτεύω («κατεγκεντρισθεῑσα ἁπλότης» απλότητα επίκτητη, όχι φυσική, σε αντιδιαστολή προς την φύσει ενυπάρχουσα, Ιω. Κλύμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐγ κεντρίζω «εμβολιάζω»] … Dictionary of Greek
ԱՌԱՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0295 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 10c, 12c գ. πλοῦτος copia, abundantia Յորդութիւն. լիութիւն. զեղումն. առաւելութիւն. ճոխութիւն. յաճախութիւն. շատութիւն. ... *Զոր եհեղ ʼի մեզ առատութեամբ. Տիտ. ՟Գ. 6: *Առատութիւն շնորհաց.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)