ὁποσάκις

ὁποσάκις

ὁποσάκις, so vielmal wie, so oft wie; Xen. Cyr. 2, 3, 23; c. ἄν u. Conj., so oft auch immer, Plat. Theaet. 197 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὁποσάκις — as many times as . . indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οποσάκις — (Α ὁποσάκις, αιολ. τ. ὁποσσάκιν και κατά δ. γρφ. και ανάγν. ὁππόσσακιν) (αναφ. επίρρ.) 1. οσάκις, όσες φορές («ἀεὶ τοῡτο ποιεῑτε; ὁποσάκις, ἔφη, δειπνοποιούμεθα», Ξεν.) 2. (με το μόριο αν και με υποτ.) όσες φορές και αν («καὶ τοῡτο ἐξεῑναι ποιεῑν …   Dictionary of Greek

  • οποσακισούν — ὁποσακισοῡν (Α) (αορστλ. επίρρ.) όσες φορές και αν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁποσάκις + οὖν (πρβλ. οπωσ ούν)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”