- ὁπόσος-περ
ὁπόσος-περ, wie viel auch, Plat. Legg. VI, 753 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁπόσος-περ, wie viel auch, Plat. Legg. VI, 753 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οπόσοσπερ — ὁπόσοσπερ, ὁπόσηπερ, όπόσονπερ (Α) (αντων.) όσο μεγάλος ή όσο πολύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόσος + εγκλιτ. μόριο περ (πρβλ. όσοσ περ)] … Dictionary of Greek