- ὁπόστος
ὁπόστος, correl. zu πόστος, der wievielte, Plat. Rep. X, 617 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁπόστος, correl. zu πόστος, der wievielte, Plat. Rep. X, 617 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οπόστος — ὁπόστος, η, ον (Α) 1. πόσος ως προς τον αριθμό, ως προς τη θέση που κατέχει σε μια αριθμητική σειρά («ὁπόστος εἰλήχει» τί αριθμό είχε πετύχει με την κλήρωση, Πλάτ.) 2. φρ. «ὁπόστος εἰμὶ» ή «ὁπόστος γίγνομαι ἀπό τινος» πόσες γενιές απέχω από… … Dictionary of Greek
ὁπόστος — in what masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπόστον — ὁπόστος in what masc acc sg ὁπόστος in what neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁποστοσοῦν — ὁπόστος in what indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπόστην — ὁπόστος in what fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οποστημόριος — ὁποστημόριος, ία, ον (Α) πόσου ή ποιού μέρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόστος + μόριος (< μόρος < μείρομαι), πρβλ. πολλοστη μόριος] … Dictionary of Greek
οποστοσούν — ὁποοτοσοῡν (Α) οποιασδήποτε τάξης ή σειράς κι αν είναι, όσος και αν είναι στη σειρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόστος + οὖν (πρβλ. οιοσ ούν)] … Dictionary of Greek