- ὁππῆμος
ὁππῆμος, ep. für ὁπῆμος, correl. zu ἦμος, = ὁπότε, Arat. 568.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁππῆμος, ep. für ὁπῆμος, correl. zu ἦμος, = ὁπότε, Arat. 568.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οππήμος — ὁππῆμος και, δ. γρφ., ὁπῆμος (Α) (επικ. τ.) επίρρ. οπότε. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὁπήμος έχει σχηματιστεί από το θ. *yo τής αναφ. αντων. ὅς, ἥ, ὅ και το ερωτ. επίρρ. πῆμος* (πρβλ. ὁποῖος < ποῖος, ὁπότε < πότε κ.λπ.). Ο τ. ὁππῆμος εἶναι επικ.] … Dictionary of Greek
ὁππῆμος — when indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)