- περι-γλωττίς
περι-γλωττίς, ἡ, ein Ueberzug der Zunge, περισκεπαστήριον τῆς γλώττης, Suid.; vgl. Ath. I, 6 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-γλωττίς, ἡ, ein Ueberzug der Zunge, περισκεπαστήριον τῆς γλώττης, Suid.; vgl. Ath. I, 6 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιγλωττίς — ίδος, ἡ Α 1. είδος λεπτού περικαλύμματος που τοποθετούσαν οι λαίμαργοι γύρω από την γλώσσα έτσι ώστε να επιτείνεται η αίσθηση τής γεύσης 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «σκεπαστήριον τῆς γλώσσης». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γλωττίς (< γλῶττα + επίθημα ίς … Dictionary of Greek