- ὀῤῥιδιάω
ὀῤῥιδιάω, erkl. Hesych. τὸ ἐπὶ τὰ ἰσχία καὶ τοὺς γλουτοὺς πεσεῖν, wo man ὀῤῥοδιάω ändern will.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀῤῥιδιάω, erkl. Hesych. τὸ ἐπὶ τὰ ἰσχία καὶ τοὺς γλουτοὺς πεσεῖν, wo man ὀῤῥοδιάω ändern will.
http://www.zeno.org/Pape-1880.