- ἀῶθεν
ἀῶθεν, dor. für ἠῶϑεν, vom Morgen an, her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀῶθεν, dor. für ἠῶϑεν, vom Morgen an, her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀῶθεν — indeclform (adverb) ἠῶθεν from morn doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηώθεν — ἠῶθεν και δωρ. τ. ἀῶθεν (Α) επίρρ. 1. από το πρωί, από την αυγή («ἠῶθεν δ ἀγορήνδε καθεζώμεθα», Ομ. Οδ.) 2. αύριο, το επόμενο πρωί (ἠῶθεν δέ κεν ὕμμιν ὁδοιπόριον παραθείμην», Ομ. Οδ.) 3. πρωί πρωί, κατά το πρωί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηώς + θεν, κατάλ.… … Dictionary of Greek