- ὀΐ-πτωτον
ὀΐ-πτωτον, τό, oder ὀΐ-πτωτος, ὁ, f. L. für ὀϊ-σπώτη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀΐ-πτωτον, τό, oder ὀΐ-πτωτος, ὁ, f. L. für ὀϊ-σπώτη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτωτόν — πτωτός apt to fall masc acc sg πτωτός apt to fall neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)