- ἀήσυλος
ἀήσυλος, = αἴσυλος, Hom. einmal, Il. 5, 876.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀήσυλος, = αἴσυλος, Hom. einmal, Il. 5, 876.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αήσυλος — ἀήσυλος, ον (Α) ο ασεβής, αισχρός, άπρεπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται περί άπαξ ειρημένου τύπου τής Ιλιάδας (Ε 876: ἀήσυλα ἔργα). Πιθανώς να προήλθε από μεταπλασμό τού τ. αἴσυλος, για μετρικούς κυρίως λόγους, με επίδραση τών ἄημι, ἀήσυρος. Κατά τον… … Dictionary of Greek
ἀήσυλος — wicked masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀήσυλον — ἀήσυλος wicked masc/fem acc sg ἀήσυλος wicked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀήσυλα — ἀήσυλος wicked neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αΐδυλος — ἀίδυλος, ον (Α) κατά τον Ησύχιο «θρασύς». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανότερη είναι η άποψη (τού Leumann) που θεωρεί τη λ. παραλλαγμένη μορφή τού ομηρικού επιθ. ἀήσυλος «πονηρός, φαύλος» (με τροπή τού η σε ι και τού σ σε δ πιθ.… … Dictionary of Greek
αίσυλος — αἴσυλος, ον (Α) απρεπής, ασεβής, κακός (αντίθ. τού αίσιμος*). [ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. Κατά τον Fraenkel, η λέξη συνδέεται με το επίθ. ἴσος: αἴσυλος= α(F)ίσσυλος < *α Fιδ σFος (=άνισος), οπότε αἴσυλος (ή ἀ(F)ίσσυλος, όπως τό διαβάζει ο… … Dictionary of Greek
au̯(e)-10, au̯ē(o)-, u̯ē- — au̯(e) 10, au̯ē(o) , u̯ē English meaning: to blow Deutsche Übersetzung: “wehen, blasen, hauchen” Grammatical information: participle u̯ē nt Note: in Slav. languages often from the “ throw dice “, i.e. to the cleaning of the… … Proto-Indo-European etymological dictionary