ἀν-ῑδρωτί

ἀν-ῑδρωτί

ἀν-ῑδρωτί, ohne Schweiß, ohne Anstrengung, Il. 15, 228; langsam, träg, Xen. Cyr. 2, 2, 30.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἱδρῶτι — ἱδρώς sweat masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • LUCIFER — I. LUCIFER Ep. Calaritanus in Sardinia, A. C. 355. a Constantio Imp. cui persuaserat, ut Conc. Mediolanicelebraret, ad decidendas controversias tum vigentes, in exilium pulsus, sub Iuliano revocatus est, A. C. 361. Antiochiae, schisma sublaturus …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ιδρώτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

  • παλύνω — (Α) 1. επιτάσσω, πασπαλίζω με κάτι («διψίαν κόνιν παλύνας», Σοφ.) 2. ραντίζω κάτι με υγρό («κάρην ἱδρῶτι παλῡναι», Δίον. Περ.) 3. αλείφω, χρίω 4. (για το χιόνι) καλύπτω ελαφρά («χιὼν ἐπάλυνεν ἀρούρας», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλη (ΙΙ) «λεπτό… …   Dictionary of Greek

  • πλαδαρός — ή, ό / πλαδαρός, ά, όν, ΝΜΑ (ιδίως για τα σαρκώδη μέλη τού σώματος) χαλαρός, μαλακός, άτονος (α. «πλαδαροί μαστοί» β. «πλαδαραὶ σάρκες», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. (κυρίως για ύφος λόγου) ο στερούμενος εσωτερικής συνοχής και λογικής αλληλουχίας 2.… …   Dictionary of Greek

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek

  • πρόχυσις — ύσεως, ἡ, Α [προχέω] 1. ροή προς τα εμπρός, έκχυση («οὐλὰς κριθέων πρόχυσιν ἐποιέετο», Ηρόδ.) 2. συγκέντρωση ιλύος, λάσπης, έδαφος που σχηματίστηκε από πρόσχωση (α. «πρόχυσιν ἐξ Αἰθιοπίης κατενηνειγμένην ύπό τοῡ ποταμοῡ», Ηρόδ. β. «πρόχυσις… …   Dictionary of Greek

  • ἱδρῶθ' — ἱ̱δρῶτο , ἱδρόω sweat imperf ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἱ̱δρῶτε , ἱδρόω sweat imperf ind act 2nd pl (doric aeolic) ἱ̱δρῶτε , ἱδρόω sweat pres imperat act 2nd pl (doric aeolic) ἱ̱δρῶτε , ἱδρόω sweat pres subj act 2nd pl ἱ̱δρῶτε , ἱδρόω sweat… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱδρῶτ' — ἱ̱δρῶτο , ἱδρόω sweat imperf ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἱ̱δρῶτε , ἱδρόω sweat imperf ind act 2nd pl (doric aeolic) ἱ̱δρῶτε , ἱδρόω sweat pres imperat act 2nd pl (doric aeolic) ἱ̱δρῶτε , ἱδρόω sweat pres subj act 2nd pl ἱ̱δρῶτε , ἱδρόω sweat… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”