ἀν-ώλεθρος

ἀν-ώλεθρος

ἀν-ώλεθρος (s. ἀνόλεϑρος), dem Verderben, Untergang nicht unterworfen, Plat. öfter, neben ἀϑάνατος Phaed. 88 b; Sp. – Bei Paus. 10, 17, 6 sind ὄφεις ἀν., deren Biß nicht tödtlich ist.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κακώλεθρος — κακώλεθρος, ον (Α) πολύ καταστρεπτικός, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ώλεθρος (< ὄλεθρος), πρβλ. αξι ώλεθρος, παν ώλεθρος] …   Dictionary of Greek

  • κριθώλεθρος — κριθώλεθρος, ον (Α) (για ίππο) αυτός που, παρά το ότι τρώγει πολύ κριθάρι, δεν παχαίνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + όλεθρος (< ὄλλυμι). Το ω οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. βι ώλεθρος, κανθαρ ώλεθρος)] …   Dictionary of Greek

  • λεώλεθρος — λεώλεθρος, ὁ (Α) λεωκόνητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος (βλ. λεωκόνητος) + ωλεθρος (< ὄλεθρος), πρβλ. αξι ώλεθρος] …   Dictionary of Greek

  • πανώλεθρος — ον, ΜΑ πάρα πολύ ολέθριος, καταστρεπτικότατος («πανώλεθρον θάνατον», Θεοφύλ. Σ.) αρχ. 1. αυτός που έχει καταστραφεί ολοκληρωτικά («πίτυς... πανώλεθρος ἐξαπόλλυται», Ηρόδ.) 2. τελείως διεφθαρμένος ηθικά («τοῑς πανωλέθροις... Ἀτρείδαις», Σοφ.).… …   Dictionary of Greek

  • ρινώλεθρος — ον, Α (για δυσοσμία) ολέθριος για τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ρινός + ώλεθρος (< ὄλεθρος), πρβλ. παν ώλεθρος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”