- ἀνήθινος
ἀνήθινος, von Dill, ἄνηϑον, gemacht, στέφανος Theocr. 7, 63.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνήθινος, von Dill, ἄνηϑον, gemacht, στέφανος Theocr. 7, 63.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανήθινος — ἀνήθινος και ἀνήτινος, η, ον (AM) κατασκευασμένος με άνηθο ή από άνηθο (για στεφάνια, κρασί, ποτά, φάρμακα) … Dictionary of Greek
ἀνήθινος — made of dill masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνήθινον — ἀνήθινος made of dill masc acc sg ἀνήθινος made of dill neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηθίνη — ἀνήθινος made of dill fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηθίνου — ἀνήθινος made of dill masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηθίνῳ — ἀνήθινος made of dill masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανήτινος — ἀνήτινος, η, ον (Α) βλ. ανήθινος … Dictionary of Greek