- ἀν-ήλωτος
ἀν-ήλωτος, nicht angenagelt, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-ήλωτος, nicht angenagelt, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλωτός — ή, ό (AM ἡλωτός, ή, όν) νεοελλ. ζωολ. το αρσ. ως ουσ. ο ηλωτός ακανθοπτερύγιος τελεόστεος ιχθύς τής οικογένειας περκιίδες μσν. αυτός που έχει σχήμα καρφιού αρχ. ο καρφωμένος, ο στερεωμένος με καρφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. και μσν. σημ. <… … Dictionary of Greek
ἡλωτοῖς — ἡλωτός nailed masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλωτούς — ἡλωτός nailed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)