- ἀν-ήμετος
ἀν-ήμετος, der sich nicht erbricht, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-ήμετος, der sich nicht erbricht, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοπριήμετος — κοπριήμετος, ον (Α) αυτός που κάνει εμετό κόπρανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπρία + ήμετος (< ἐμῶ «κάνω εμετό»), πρβλ. αν ήμετος, δυσ ήμετος] … Dictionary of Greek
περιημεκτώ — έω, Α δυσφορώ, αγανακτώ πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θυμίζει ως προς τη σημ. του το ἀγανακτῶ και ως προς τη μορφή του το πλεονεκτῶ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό παράγωγο ενός αμάρτυρου ρ. *περι εμέω (< περι με επιτατική σημ. + ἐμέω «κάνω εμετό») … Dictionary of Greek
χολημετώ — και χολεμετῶ, έω, Α κάνω χολώδη έμετο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος / χολή + ημετῶ (< ημετος < ἐμῶ «κάνω εμετό»)] … Dictionary of Greek