ἀν-ήνωρ

ἀν-ήνωρ

ἀν-ήνωρ, ορος (ἀνήρ), unmännlich, feig, Od. 10, 301. 341; ἀνὴρ ἀνήνωρ, ein Mann ohne Mannskraft, Hes. O. 749. Vgl. E. M. 108, 24.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λειχήνωρ — λειχήνωρ, ορος, ὁ (Α) (κωμική ονομασία ποντικού) αυτός που γλείφει τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειχ τού λείχω + ήνωρ (< ἀνήρ. Οι τ. σε ήνωρ, άνωρ εμφανίζουν την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα τού θέματος), πρβλ. αγαπ ήνωρ, δεισ ήνωρ. Το η… …   Dictionary of Greek

  • φθισήνωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που αφανίζει, που φονεύει τους άνδρες 2. καταστρεπτικός, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φθίνω + ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. δεισ ήνωρ, λυσ ήνωρ. Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθεισ ήνωρ,… …   Dictionary of Greek

  • ευήνωρ — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ζωγράφος από την Έφεσο (μέσα 5ου αι. π.Χ.). Πατέρας και δάσκαλος του Παρράσιου. Ο Πλίνιος τον κατατάσσει ανάμεσα στους σπουδαιότερους της εποχής του. 2. Ε. ο Ευηπίου (αρχές 3ου αι. π.Χ.). Γιατρός. Καταγόταν από το… …   Dictionary of Greek

  • θρεψήνωρ — θρεψήνωρ, ὁ, ἡ (Α) αυτός που τρέφει τους άνδρες («θρεψήνορα δαῑτα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρέφω (πρβλ. θρέψω, έθρεψα) + ήνωρ < ανήρ (πρβλ. αγαπ ήνωρ, αγ ήνωρ)] …   Dictionary of Greek

  • λυσήνωρ — λυσήνωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) (για τον οίνο) αυτός που εξασθενεί τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυσ (πρβλ. ἔ λυσ α, αόρ. τού λύω) + ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. αγαπ ήνωρ, αλεξ ήνωρ. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλήνωρ — μεγαλήνωρ, ορος, δωρ. τ. μεγαλάνωρ, ὁ, ἡ (Α) 1. μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος, γενναιόψυχος 2. υπερήφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ήνωρ (< ἀνήρ), προ βλ. ευ ήνωρ. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • ολεσήνωρ — ὀλεσήνωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) (σχετικά με ψευδορκία) αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει τους άντρες («φεύγειν ὀλεσήνορας ὅρκους», Θέογν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσ τού ὄλλυμι (πρβλ. ὤλεσα, ἀπόλεσις) + ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • ρηξήνωρ — ορος, ό, Α 1. αυτός που έχει την ικανότητα να διασπά τις τάξεις τών εχθρικών στρατευμάτων 2. (κατ επέκτ.) ορμητικός 3. (στον Όμ. ως προσωνυμία τού Αχιλλέως) γενναίος, ανδρείος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι (βλ. λ. ῥήγνυμι) + ήνωρ (< ἀνήρ) με έκταση λόγω …   Dictionary of Greek

  • υπερήνωρ — και δωρ. τ. ὑπεράνωρ, ορος, ὁ, ἡ, Α 1. ὑπερηνορέων* 2. (για ψυχικές ιδιότητες) αυτός που ενέχει ή δηλώνει ανδρεία, υψηλοφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ήνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. ἀντ ήνωρ] …   Dictionary of Greek

  • υψήνωρ — ορος, ὁ, ἡ, ΜΑ μτφ. αυτός που εμψυχώνει τους άνδρες, που τούς ανυψώνει το ηθικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. μεγαλ ήνωρ] …   Dictionary of Greek

  • φιλάνωρ — και επικ. τ. φιλήνωρ, ορος, ὁ, ἡ, Α (δωρ. τ.) 1. φίλανδρος·2. (για δελφίνι) αυτός που αγαπά τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + άνωρ / ήνωρ (< ἀνήρ, βλ. λ. άνδρας), πρβλ. ἀγαπ ήνωρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”