- ὀνήτωρ
ὀνήτωρ, ορος, ὁ, = ὀνήσιμος, ὄνησιν φέρων, Hesych. S. nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀνήτωρ, ορος, ὁ, = ὀνήσιμος, ὄνησιν φέρων, Hesych. S. nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ὀνήτωρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνήτωρ — beneficial masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ονήτωρ — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Πατέρας του Φρόντιδα, κυβερνήτη του πλοίου του Μενέλαου, του οποίου την προσωπογραφία φιλοτέχνησε ο μεγάλος ζωγράφος Πολύγνωτος σε τοιχογραφία στη λέσχη των Κνιδίων στους Δελφούς. 2. Ιερέας του Δία στο όρος Ίδη… … Dictionary of Greek
Ὀνήτορα — Ὀνήτωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνήτορα — ὀνήτωρ beneficial masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀνήτορι — Ὀνήτωρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνήτορι — ὀνήτωρ beneficial masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀνήτορος — Ὀνήτωρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνήτορος — ὀνήτωρ beneficial masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀνήτορ' — Ὀνήτορα , Ὀνήτωρ masc acc sg Ὀνήτορι , Ὀνήτωρ masc dat sg Ὀνήτορε , Ὀνήτωρ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνήτορ' — ὀνήτορα , ὀνήτωρ beneficial masc acc sg ὀνήτορι , ὀνήτωρ beneficial masc dat sg ὀνήτορε , ὀνήτωρ beneficial masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)