- ἀνώ-φοιτος
ἀνώ-φοιτος (φοιτἀω), aufwärts steigend, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνώ-φοιτος (φοιτἀω), aufwärts steigend, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανώφοιτος — ἀνώφοιτος, ον (Α) (για τον αέρα και τη φωτιά) αυτός που κατευθύνεται προς τα επάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνω + φοιτος < φοιτώ] … Dictionary of Greek