- ἀνᾱρίτης
ἀνᾱρίτης, ὁ, eine Meerschnecke, Ibyc. frg. 34; Ath. III, 86 b; auch νηρίτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνᾱρίτης, ὁ, eine Meerschnecke, Ibyc. frg. 34; Ath. III, 86 b; auch νηρίτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αναρίτης — ἀναρίτης, ο (Α) θαλάσσιο όστρακο πολύχρωμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Τύπος των δυτ. ελληνικών διαλέκτων αντί νηρείτης, νηρίτης (όνομα διαφόρων ειδών θαλάσσιων κοχυλιών)] … Dictionary of Greek
ἀναρίτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναριτᾶν — ἀναρίτης masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρίτου — ἀναρίτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρίταν — ἀναρίτᾱν , ἀναρίτης masc acc sg (epic doric aeolic) ἀναρίτης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρίτας — ἀναρίτᾱς , ἀναρίτης masc acc pl ἀναρίτᾱς , ἀναρίτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηρίτης — και νηρείτης, ὁ (Α) ονομασία διαφόρων ειδών θαλάσσιων κοχλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με το ανθρωπωνύμιο Νηρεύς, απ όπου και η γρφ. νηρείτης. Ο παρλλ. τ. τής λ. ἀναρίτης* γεννά προβλήματα λόγω τού αρκτικού α … Dictionary of Greek