περι-καθαρίζω

περι-καθαρίζω

περι-καθαρίζω, = περικαϑαίρω, LXX.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περιαγνίζω — Α καθαρίζω κάτι ολόγυρα για εξαγνισμό («τὰ ἱερὰ καθαρῷ περιαγνίσαντες ὕδατι», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀγνίζω «καθαρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • περιμάσσω — Α 1. σκουπίζω γύρω γύρω, καθαρίζω ολόγυρα 2. καθαρίζω από μάγια, λύνω μάγια, ξορκίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μάσσω «σκουπίζω»] …   Dictionary of Greek

  • περιρρύπτω — Α σφουγγίζω γύρω γύρω, πλένω ολόγυρα, καθαρίζω εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ῥύπτω «καθαρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • περισμήχω — Α σφουγγίζω, τρίβω, καθαρίζω κάτι ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σμήχω «σφουγγίζω, καθαρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • καθαρεύω — (AM καθαρεύω) [καθαρός] είμαι καθαρός (ν.εοελλ.) μιλώ ή γράφω σε καθαρεύουσα γλώσσα, είμαι καθαρευουσιάνος αρχ. 1. είμαι αθώος («ἱερέα φόνου καθαρεύοντα και δεσμοῡ και φυγῆς», Πλάτ.) 2. είμαι αγνός («νόμος ἐστὶν αὐτοῑς τῷ χρόνῳ τούτῳ καθαρεύειν… …   Dictionary of Greek

  • μύξα — η (ΑΜ μύξα) 1. γλοιώδης ουσία που εκκρίνεται από τον βλεννογόνο τής μύτης, βλέννα (α. «κρύωσε και τρέχουν οι μύξες του» β. «μύξη κατάρρυτος», Ευστ.) 2. κάθε έκκριση που έχει γλοιώδη, βλεννώδη σύσταση νεοελλ. 1. (ως περιφρονητικός χαρακτηρισμός)… …   Dictionary of Greek

  • περίνεο(ν) — το, ΝΜΑ, και περίναιον, τὸ, περίνεος και περίναιος, ὁ, Α η περιοχή που αποτελεί τη βάση τής ελάσσονος πυέλου, δηλαδή τής μικρής λεκάνης, στο επίπεδο τής οποίας βρίσκονται τα έξω γεννητικά όργανα και ο πρωκτός («μηροῡ δὲ καὶ γλουτοῡ τὸ ἐντός,… …   Dictionary of Greek

  • περίχρεμπτος — ον, Α κατάπτυστος, αυτός που τού αξίζει να καθαρίζουν οι άλλοι τον λαιμό τους και να τόν φτύνουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χρεμπτος (< χρέμπτομαι «καθαρίζω τον λαιμό μου και φτύνω»)] …   Dictionary of Greek

  • περιθειώ — όω, Α καθαρίζω με θειάφι, απολυμαίνω ολόγυρα με καπνό από θειάφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θειῶ (< θεῖον)] …   Dictionary of Greek

  • περικαταμάσσω — Α σκουπίζω κάτι από όλες τις πλευρές, καθαρίζω εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + καταμάσσω «σκουπίζω καλά»] …   Dictionary of Greek

  • περινίπτω — Μ νίπτω, πλένω καλά, καθαρίζω τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + νίπτω «πλένω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”