ἀέριος

ἀέριος

ἀέριος, ον, luftig, γένος, von Dämonen, Plat. Epin. 984 d; φύσις Arist. mund. 3; ζῶα, in der Luft lebend, ibd. 5. Bei Dichtern nebelig, s. ἠέριος; – μέγεϑος ἀέριον D. Sic. 1, 33, groß, wie die Luft, aber v. l. ἄπειρον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ἀέριος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀέριος — ἀ̱έριος , ἀέριος misty masc nom sg ἀ̱έριος , ἀέριος misty masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αέριος — (4oς αι. μ.Χ.).Αιρετικός, φίλος του Ευσταθίου, τον οποίο αργότερα κατασυκοφάντησε με αφορμή τη χειροτονία του σε μητροπολίτη. Ο Α., προφανώς εξαιτίας του φθόνου του για τον Ευστάθιο, δίδασκε ότι το αξίωμα του επισκόπου είναι περιττό και,… …   Dictionary of Greek

  • αέριος φάση πυρόλυση — Μέθοδος διύλισης του πετρελαίου κατά την οποία γίνεται θερμική διάστασή του (πυρόλυση) κάτω από πίεση και σε υψηλές θερμοκρασίες. (Βλ. λ. πετρέλαιο) …   Dictionary of Greek

  • ἠέριον — ἀέριος misty masc/fem acc sg (ionic) ἀέριος misty neut nom/voc/acc sg (ionic) ἠέριος misty masc acc sg ἠέριος misty neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀερίοις — Ἀέριος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀερίου — Ἀέριος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀερίους — Ἀέριος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀερίων — Ἀέριος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀερίως — Ἀέριος masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀερίῳ — Ἀέριος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”