- ἀά-σπετος
ἀά-σπετος, Qu. Sm. öfter für ἄσπετος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀά-σπετος, Qu. Sm. öfter für ἄσπετος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεσπέσιος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Καππαδοκία. Διακρίθηκε για τη χριστιανική δράση του. Κατέστρεψε ειδωλολατρικούς ναούς και βωμούς και γι’ αυτό φυλακίστηκε και μαρτύρησε με αποκεφαλισμό επί Αλεξάνδρου Σεβήρου. Η… … Dictionary of Greek
ORONTES — I. ORONTES Lyciorum dux in bello Troiano, qui capto Iliô cum Aenea in Italiam navigaus, naufragiô periit. Virg. Aen. l. 1. v. 113. 220. II. ORONTES qui Typhon prius teste Strabone, Ophites Pomp. Laeto, Ladon Philostrato; fluv. maximus Syriae, ex… … Hofmann J. Lexicon universale