- ὀλῡρίτης
ὀλῡρίτης, ὁ, aus ὄλυρα bereitet, ἄρτος, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλῡρίτης, ὁ, aus ὄλυρα bereitet, ἄρτος, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ολυρίτης — ὀλυρίτης, ὁ (Α) άρτος παρασκευασμένος από ολύρινο αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλυρα + επίθημα ίτης (πρβλ. σησαμ ίτης)] … Dictionary of Greek
ὀλυρίτης — ὀλυρί̱της , ὀλυρίτης made of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλυρίτην — ὀλυρί̱την , ὀλυρίτης made of masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλυρίτου — ὀλυρί̱του , ὀλυρίτης made of masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)