ἀθήρ

ἀθήρ

ἀθήρ, έρος, ὁ, die Hachel an der Aehre (Schol. ad Luc. Anach. 25 τὰ τοῦ ἀστάχυος κέντρα), die Aehre selbst, Hes. frg. 2, 2; Nic. Th. 802; bei Aesch. frg. 138 Lanzenspitze; bei Plut. Cat. min. 70 die Schneide des Dolches. Uebertr. οὐ γὰρ καλάμη καὶ ἀϑέρες ὑμεῖς ἐστε Luc. Anach. 31, Spreu.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀθήρ — awn masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθήρ — Όρος της βοτανικής που σημαίνει την προέκταση των ειδικών παρανθίων ή λεπύρων των αγρωστωδών, το άγανο (η βελονωτή απόφυση) του σταχυού. Η λέξη α. χρησημοποιείται και μεταφορικά για να δηλώσει το λεπτότερο και εκλεκτότερο μέρος κάθε πράγματος,… …   Dictionary of Greek

  • ἀθέρα — ἀθήρ awn masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθέρας — ἀθήρ awn masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθέρες — ἀθήρ awn masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθέρι — ἀθήρ awn masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθέρος — ἀθήρ awn masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθέρων — ἀθήρ awn masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθέρας — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ο ένας από τους δύο Αργείους που τίμησαν τη θεά Δήμητρα όταν, κατά τη μυθολογία, έφτασε στην Αργολίδα, αναζητώντας την κόρη της Περσεφόνη, που είχε αρπαγεί από τον Πλούτωνα. Ο άλλος Αργείος λεγόταν Μύσιος. Στο ιερό που… …   Dictionary of Greek

  • ATHERA — Aegyptiorum Monachorum pulmentum fuit, descriptum Cassiano Collat. 15. c. 10. Hesychio ἀθήρα seu ἀθάρα, edulium est ex tritico et lacte confectum Aegyptiis. Plin. l. 22. c. 25. et Dioscorides l. 2. c. 114. medicamentum fuisse dicunt, pulticulam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αθερίνα — Βλ. λ. αθερινίδες. * * * η Ζωολ. γένος μικρών θαλάσσιων ψαριών τής οικογένειας Atherinidae τής τάξης τών Αθερινόμορφων*. Είναι επίσης γνωστά και με τα κοινά ονόματα αθερινός, αθερίνος, αθερίνη, αθυρνός, θερίνα, θερινός, σουβλί και σουβλίτης.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”