- ἀ-λώφητος
ἀ-λώφητος, ohne Erholung oder Pause, ἀγῶνες Plut. Fab. 23; ἐρωμανίη Paul. Sil. 7 (V, 255).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-λώφητος, ohne Erholung oder Pause, ἀγῶνες Plut. Fab. 23; ἐρωμανίη Paul. Sil. 7 (V, 255).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεολώφητος — νεολώφητος, ον (Α) αυτός που πρόσφατα σταμάτησε να κάνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + λώφητος (< λωφώ «σταματώ»), πρβλ. α λώφητος] … Dictionary of Greek