- ἀ-θώρηκτος
ἀ-θώρηκτος, 1) dasselbe, Nonn. D. 35, 162. – 2) nicht berauscht, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-θώρηκτος, 1) dasselbe, Nonn. D. 35, 162. – 2) nicht berauscht, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θωρηκτός — ή, ό 1. αυτός που έχει επενδυθεί με μεταλλικό θώρακα («θωρηκτό κατάστρωμα πλοίου») 2. το ουδ. ως ουσ. το θωρηκτό πολεμικό πλοίο προστατευόμενο από τα εχθρικά βλήματα με μεταλλικό θώρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θωρήσσω. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ.… … Dictionary of Greek