- ἀλίθιος
ἀλίθιος, dor. = ἠλίϑιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλίθιος, dor. = ἠλίϑιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλίθιος — ἀ̱λίθιος , ἠλίθιος idle masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλίθιος — ια, ιο (AM ἠλίθιος, ία, ον, Α και δωρ. τ. ἀλίθιος, ία, ον) ανόητος, μωρός, βλάκας αρχ. 1. μάταιος, ανωφελής, μηδαμινός, άσκοπος («βέλος ἠλίθιον σκήψειεν», Αισχύλ.) 2. (για νεκρούς) αυτός που δεν έχει αισθήσεις, ο αναίσθητος 3. φρ. «ἠλίθιον ἔστι»… … Dictionary of Greek