- ὀλίγ-ανδρος
ὀλίγ-ανδρος, mit wenig Männern, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλίγ-ανδρος, mit wenig Männern, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ολίγανδρος — ὀλίγανδρος, ον (Α) αυτός που παρουσιάζει ολιγανδρία, που έχει σπανιότητα ανδρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. πολύ ανδρος] … Dictionary of Greek
κακανδρία — κακανδρία, ἡ (Α) η ανανδρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ανδρία (< ανδρος < ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. ολιγ ανδρία, πολυ ανδρία] … Dictionary of Greek
λειπανδρία — και λιπανδρία, ἡ (Α) λειψανδρία, έλλειψη ανδρών («ἡ γὰρ χηρεία λειπανδρία τίς ἐστιν, οὐκ ἀφανισμὸς τέλειος», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Χαρακτηριστική περίπτωση ρηματικού συνθέτου που για τον σχηματισμό του χρησιμοποιήθηκαν διάφορα θέματα (ενεστωτικό,… … Dictionary of Greek
τοσαυτανδρία — ἡ, Μ τόσοι άνδρες συγκεντρωμένοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τοσαυτ τής αντων. τοσοῦτος, αύτη, οῦτον + ανδρία (< ανδρος < ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. ολιγ ανδρία] … Dictionary of Greek