ὀλίγ-ωρος

ὀλίγ-ωρος

ὀλίγ-ωρος, nachlässig, wenig Sorgfalt auf Etwas verwendend, geringschätzend; Her. 3, 89; Arist. und Folgde, wie Pol. 5, 34, 4; ὀλίγωρον πεποίηκάς τι, du hast Etwas vernachlässigt, Nicomach. bei Ath. VII, 290 f; häufiger im adv., ὀλιγώρως ἔχειν, Plat. Phaed. 68 c; διακεῖσϑαι, Lys. 1, 3; ἔχειν πρὸς ἅπασαν αἰσχύνην, Aesch. 1, 67; διάκεινται πρὸς τοὺς ϑεούς, Plat. Alc. II, 149 a; περί τι, Pol. 5, 91, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύωρος — (I) εὔωρος, ον (Α) αμελής, αδιάφορος για κάτι 2. ώριμος («εὔωρος γάμου», Σοφ.) 3. αυτός που βρίσκεται σε ευωρία, σε ωραία εποχή, σε καλή ώρα 4. (κατά τον Ησύχ.) «εὔωρος γῆ, ἡ τὰ ὡραία ἔχουσα», καρποφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύ + ὤρα «φροντίδα» (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • εργωρία — ἐργωρία, ἡ (Α) δυσκολία, ενόχληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < έργον + * ωρία. Αναλογικός σχηματισμός κατά το πρότυπο τού ολιγ ωρία (< ολίγ ωρος, όπου το β’ συνθετικό αποτελεί τ. τού ώρα «φροντίδα» εν συνθέσει)] …   Dictionary of Greek

  • εξολιγωρώ — ἐξολιγωρῶ, έω (AM) ολιγωρώ υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ολιγωρώ (< ολίγ ωρος < ολίγος + ώρα)] …   Dictionary of Greek

  • ουδενόσωρος — οὐδενόσωρος, ον (Α) ανάξιος φροντίδας, προσοχής ή λόγου, αξιοκαταφρόνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέν, ενός + ὤρα (II) «φροντίδα» (πρβλ. ολίγ ωρος)] …   Dictionary of Greek

  • ολίγωρος — η, ο (ΑΜ ὀλίγωρος, ον) αυτός που δείχνει αδιαφορία, αυτός που δεν φροντίζει κάτι όσο πρέπει, αμελής («οὐδεὶς οὔτε γέρων οὔτε ὀλίγωρος οὕτως ἐστίν, ὅστις οὑχὶ βοηθήσειεν ἄν», Δημοσθ.) μσν. αρχ. (για πρόσ. και πράγματα) αυτός που καταφρονεί,… …   Dictionary of Greek

  • ολιγόωρος — και λιγόωρος, η, ο (Α ὀλιγόωρος, ον) αυτός που διαρκεί λίγες ώρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ωρος (< ὥρα)] …   Dictionary of Greek

  • πολυωρώ — έω, ΜΑ 1. περιβάλλω κάποιον ή κάτι με πολλή φροντίδα, φροντίζω πολύ, δίνω μεγάλη προσοχή 2. εκτιμώ πολύ 3. παθ. πολυωροῡμαι, έομαι εκτιμώμαι πολύ από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ωρῶ (< ωρος < ὥρα «φροντίδα»), πρβλ. ολιγ ωρώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”