εύωρος — (I) εὔωρος, ον (Α) αμελής, αδιάφορος για κάτι 2. ώριμος («εὔωρος γάμου», Σοφ.) 3. αυτός που βρίσκεται σε ευωρία, σε ωραία εποχή, σε καλή ώρα 4. (κατά τον Ησύχ.) «εὔωρος γῆ, ἡ τὰ ὡραία ἔχουσα», καρποφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύ + ὤρα «φροντίδα» (πρβλ.… … Dictionary of Greek
εργωρία — ἐργωρία, ἡ (Α) δυσκολία, ενόχληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < έργον + * ωρία. Αναλογικός σχηματισμός κατά το πρότυπο τού ολιγ ωρία (< ολίγ ωρος, όπου το β’ συνθετικό αποτελεί τ. τού ώρα «φροντίδα» εν συνθέσει)] … Dictionary of Greek
εξολιγωρώ — ἐξολιγωρῶ, έω (AM) ολιγωρώ υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ολιγωρώ (< ολίγ ωρος < ολίγος + ώρα)] … Dictionary of Greek
ουδενόσωρος — οὐδενόσωρος, ον (Α) ανάξιος φροντίδας, προσοχής ή λόγου, αξιοκαταφρόνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέν, ενός + ὤρα (II) «φροντίδα» (πρβλ. ολίγ ωρος)] … Dictionary of Greek
ολίγωρος — η, ο (ΑΜ ὀλίγωρος, ον) αυτός που δείχνει αδιαφορία, αυτός που δεν φροντίζει κάτι όσο πρέπει, αμελής («οὐδεὶς οὔτε γέρων οὔτε ὀλίγωρος οὕτως ἐστίν, ὅστις οὑχὶ βοηθήσειεν ἄν», Δημοσθ.) μσν. αρχ. (για πρόσ. και πράγματα) αυτός που καταφρονεί,… … Dictionary of Greek
ολιγόωρος — και λιγόωρος, η, ο (Α ὀλιγόωρος, ον) αυτός που διαρκεί λίγες ώρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ωρος (< ὥρα)] … Dictionary of Greek
πολυωρώ — έω, ΜΑ 1. περιβάλλω κάποιον ή κάτι με πολλή φροντίδα, φροντίζω πολύ, δίνω μεγάλη προσοχή 2. εκτιμώ πολύ 3. παθ. πολυωροῡμαι, έομαι εκτιμώμαι πολύ από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ωρῶ (< ωρος < ὥρα «φροντίδα»), πρβλ. ολιγ ωρώ] … Dictionary of Greek