- ἀλίτημα
ἀλίτημα, τό, Vergehen, Agath. 2, 54. 60 (V, 278 IX, 643. 154).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλίτημα, τό, Vergehen, Agath. 2, 54. 60 (V, 278 IX, 643. 154).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλίτημα — ἀλίτημα, το (Μ) [ἀλιταίνω] αδίκημα, αμάρτημα, σφάλμα … Dictionary of Greek
ἀλίτημα — sin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιτήματα — ἀλίτημα sin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιταίνω — ἀλιταίνω (επικ. ρ.) (Α) 1. προσβάλλω, αδικώ, βλάπτω 2. υπερβαίνω, παραβαίνω 3. σφάλλω, πέφτω έξω, δεν πετυχαίνω κάτι 4. (η μτχ. ως επίθ.) ἀλιτήμενος αμαρτωλός, ανόσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα σχηματίζεται από τη μηδενισμένη βαθμίδα θ. τής λ. ἀλείτης*… … Dictionary of Greek