ἀλίσγημα

ἀλίσγημα

ἀλίσγημα, τό, Verunreinigung, N. T.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αλίσγημα — ἀλίσγημα, το (Α) [ἀλισγῶ] μόλυνση από απαγορευμένη τροφή, μίασμα από θυσία ειδωλολατρών …   Dictionary of Greek

  • ἀλισγημάτων — ἀλίσγημα pollution neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλισγήμασι — ἀλίσγημα pollution neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλισγώ — ἀλισγῶ ( έω) (Α) μιαίνω με απαγορευμένη τροφή, μολύνω παθ. ἀλισγοῡμαι μολύνομαι συντρώγοντας με εθνικούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμό άγνωστης ετυμολογικής προελεύσεως. Κατά μια άποψη το ρήμα είναι πιθ. να προήλθε από συμφυρμό τού ρ. ἀλίνω*… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”