περι-εδρεύω

περι-εδρεύω

περι-εδρεύω, umsitzen, umlagern (?).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περιεδρεύω — Α στρατοπεδεύω γύρω από πόλη και τήν πολιορκώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἑδρεύω «κάθομαι» (<ἕδρα)] …   Dictionary of Greek

  • οικώ — (ΑΜ οἰκῶ, έω, Α επικ. τ. οἰκείω, λοκρ. τ. Fοικέω) [οίκος] 1. κατοικῶ (α. «οἰκήσαντας τοῡτον τὸν χῶρον», Ηρόδ. β. «οἰκέοιτο πόλις Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. οικουμένη μσν. αρχ. μτφ. είμαι εγκατεστημένος κάπου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”