ἀθέλγω, saugen, Hippocr., s. ἀμέλγω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αθέλγω — ἀθέλγω (Α) 1. αρμέγω 2. παθ. εξάγομαι με πίεση, αρμέγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η κατάλ. σε λγω πιθ. αναλογική προς το συνώνυμο ἀμέλγω] … Dictionary of Greek
εξαθέλγω — ἐξαθέλγω (Α) [αθελγώ] ξεζουμίζω … Dictionary of Greek