ἀλέξιος

ἀλέξιος

ἀλέξιος, dasselbe, Nic. Th. 805 Al. 4; beide subst. gebraucht.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ἀλέξιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αλέξιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο άνθρωπος του Θεού (4ος αι.). Καταγόταν από τη Ρώμη, γιος του πατρικίου Ευφημιανού και της Αγλαΐδας. Νυμφεύτηκε ύστερα από πίεση των γονέων του, την ίδια όμως μέρα του γάμου του αναχώρησε για… …   Dictionary of Greek

  • ἀλέξιος — ἄλεξις warding off pain fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αλέξιος ή Άλεξις — Όνομα σημαινόντων Βυζαντινών προσωπικοτήτων. 1. Στρατηγός, γνωστός και ως Α. ο Μουσελέμ (8ος αι.). Η Ειρήνη η Αθηναία τον έστειλε εναντίον του αρμενικού σώματος που είχε στασιάσει εναντίον της, επειδή είχε απαιτήσει από τον στρατό να την… …   Dictionary of Greek

  • Αριστηνός, Αλέξιος — (12ος αι.).Βυζαντινός λόγιος, νομοφύλακας της Αγίας Σοφίας. Έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιωάννη B’ Κομνηνού, που του είχε αναθέσει τη σύνταξη ερμηνείας στη σύνοψη των κανόνων της εκκλησίας, που είχε γράψει ο Στέφανος ο Εφέσιος. Το έργο του… …   Dictionary of Greek

  • Κολυβάς, Αλέξιος — (Ζάκυνθος 1848 – 1915). Φιλόλογος. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη συνέχεια μετεκπαιδεύτηκε στις Βρυξέλλες. Αρχικά ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και διετέλεσε διευθυντής των εφημερίδων της Ζακύνθου Μοχλός και Εξεταστής.… …   Dictionary of Greek

  • Κομνηνός, Αλέξιος — (Κωνσταντινούπολη 1553 – 1619). Στρατηγός του γαλλικού στρατού. Καταγόταν από την οικογένεια των Κομνηνών του Βυζαντίου. Αρχικά υπηρέτησε τον δούκα της Σαβοΐας και κατόπιν προσέφερε τις υπηρεσίες του στην Ενετική Δημοκρατία. Αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • Λεβιδιώτης, Αλέξιος — Αγωνιστής του 1821 από το Λεβίδι Αρκαδίας. Ήταν από τους πρώτους που πήραν μέρος στις επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια της Επανάστασης και διακρίθηκε για τις ικανότητές του. Λόγω της γενναιότητάς του ανακηρύχθηκε στρατιωτικός αρχηγός της Τρίπολης.… …   Dictionary of Greek

  • Μακρεμβολίτης, Αλέξιος — (14ος αι.). Βυζαντινός λόγιος από την Κωνσταντινούπολη. Έγραψε έμμετρα έργα που εγκωμιάζουν τον ασκητικό βίο, επιγράμματα καθώς και πραγματείες φιλοσοφικού θεολογικού, ιστορικού και φιλολογικού περιεχομένου. Σημαντικότερα από αυτά είναι: Περί του …   Dictionary of Greek

  • Νούτσος, Αλέξιος — (1769 – 1822).Φιλικός από την Ήπειρο. Γιος πλούσιου εμπορευόμενου από το Ζαγόρι, γνωρίστηκε με τον Αλή πασά πριν γίνει βαλής των Ιωαννίνων. Μετά την άνοδο του Αλή στην εξουσία διορίστηκε προεστός στο Ζαγόρι (1797 21), που χάρη σε αυτόν γνώρισε… …   Dictionary of Greek

  • Πακάρ, Αλέξιος — (Paccard, 1813 – 1867). Γάλλος αρχιτέκτονας. Ταξίδεψε στην Ελλάδα και εκπόνησε σχέδιο για την αναστήλωση του Παρθενώνα. Διετέλεσε καθηγητής της αρχιτεκτονικής στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”