- ἀλέματος
ἀλέματος, dor. für ἠλέματος, Synes., vgl. Caliim. Cer. 91.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλέματος, dor. für ἠλέματος, Synes., vgl. Caliim. Cer. 91.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλέματος — ἠλέματος, δωρ. και αιολ. τ. ἀλέματος, ον (Α) 1. μωρός, ανόητος, μηδαμινός 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἠλέματα μάταια επίρρ... ἠλεμάτως (Α) 1. με οκνηρία, ευτελώς 2. μάταια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηλε τού ηλεός* + μα τος (< μέ μον α «σκέπτομαι… … Dictionary of Greek