- ἀλέασθαι
ἀλέασθαι s. ἀλεύω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλέασθαι s. ἀλεύω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλεᾶσθαι — ἀλεάζω to be warm fut inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλέασθαι — ἀλέω grind aor inf mid (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλέομαι — ἀλέομαι και ἀλεύομαι και συνηρημένο ἀλεῡμαι (Α) 1. απομακρύνω, αποφεύγω 2. απόλ. φεύγω για να σώσω τη ζωή μου, διαφεύγω, ξεφεύγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχικό τ. *ἀλεF ομαι (πρβλ. τον μετοχικό τ. τού Ησιόδου ἀλευόμενοι, το ομηρικό απαρέμφ. αόρ. ἀλεύασθαι … Dictionary of Greek
επαυρώ — ἐπαυρῶ, έω και ἐπαυρίσκω (Α) 1. μετέχω, παίρνω μέρος, απολαμβάνω, καρπώνομαι («τῶν τινὰ βέλτερόν ἐστιν ἐπαυρέμεν», Ομ. Οδ.) 2. βρίσκω κατά καλή τύχη («εἰ κ ἐσθλοῑο κυβερνητῆρος ἐπαύρῃ», Απολλ. Ρόδ.) 3. αγγίζω, φθάνω ως («λίθου δ ἀλέασθαι… … Dictionary of Greek
θεόθεν — (AM θεόθεν) επίρρ. από τον θεό («θεόθεν δ οὐκ ἔστ ἀλέασθαι», Ομ. Οδ.) αρχ. με τη θέληση, με τη βοήθεια ή με την εύνοια τών θεών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεός + κατάλ. θεν, δηλωτική της προελεύσεως ή από τόπου κινήσεως] … Dictionary of Greek
σπέρμα — (Βιολ.). Το έκκριμα των όρχεων του άνδρα. Βλ. λ. ουρογεννητικό σύστημα. * * * το, ΝΜΑ 1. σπόρος φυτού (α. «τα σπέρματα τών αγγειόσπερμων φυτών» β. «σπέρματα δάσσασθαι και ἐπισπορίην ἀλέασθαι», Ησίοδ.) 2. φυσιολογικό υγρό που αποτελείται από… … Dictionary of Greek