περι-κείρω

περι-κείρω

περι-κείρω, rings herum scheeren; τὴν κόμην, Her. 3, 154; τὴν κεφαλὴν ἐν χρῷ, Plut. Lyc. 15; Luc. D. Mer. 8; u. med., τρίχας, Her. 4, 71; τοὺς πλοκάμους περικειρόμενος, Luc. Tim. 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περικείρω — ΝΜΑ κουρεύω ολόγυρα μσν. 1. φονεύω, αποδεκατίζω («τὰ νῶτα τῆς Ῥωμαίων δυνάμεως περικείροντος», Θεοφύλ. Σιμ.) 2. μτφ. διαστρέφω, διαφθείρω («περικείρει τὸ εἰωθός», Μητρόφ.) αρχ. 1. μτφ. κατασκάβω, κατακρημνίζω («τῶν Ἐκβατάνων ἀκρόπολιν περικείρας» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”