- ἀ-θέτημα
ἀ-θέτημα, τό, Gesetzübertretung, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-θέτημα, τό, Gesetzübertretung, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαρμαροθέτημα — ατος, το αρχιτ. ψηφιδωτό από μικρά πολύχρωμα κομμάτια μαρμάρου με το οποίο στρώνεται το δάπεδο, αλλ. μωσαϊκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρο + θέτημα (< θέτω)] … Dictionary of Greek